- παρακεκλιμένος
- παρακλίνωbendperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακεκλιμένως — Α επίρρ. 1. με παρέκκλιση από την αλήθεια, παρά την αλήθεια, απατηλά, παρακλιδόν* 2. πλάγια, προς το άλλο μέρος («παρακεκλιμένως ἔπιπτεν», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκλιμένος τού παρακλίνω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek